λεπτὸν

Count: 1

INDECL λεπτός ADV (husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λεπτὸν ACC.SG NEUT λεπτός ADJ 406
λεπτὸν NOM.SG NEUT λεπτός ADJ 341
λεπτὸν ACC.SG MASC λεπτός ADJ 160
λεπτὸν ACC.SG FEM λεπτός ADJ 4
λεπτὸν COMP NOM.SG NEUT λεπτός ADJ 1
λεπτὸν ACC.SG NEUT λεπτός NOUN 1
λεπτὸν ACC.SG NEUT λεπτὸν NOUN 1
λεπτὸν ACC.SG NEUT λεπτὸs ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

λεπτῶς INDECL λεπτός ADV 95
λεπτοῦ INDECL λεπτός ADV 4
λεπτῇ INDECL λεπτός ADV 2
λεπτῶϲ INDECL λεπτός ADV 2
βοαχὺ INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοτάτως INDECL λεπτός ADV 1
λεπτὴν INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοῖϲ INDECL λεπτός ADV 1
σχρὰν INDECL λεπτός ADV 1