διαλεκτικήν

Count: 1

ACC.SG MASC διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικός ADJ 26
διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN 20
διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικus ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

διαλεκτικόν ACC.SG MASC διαλεκτικός NOUN 1