Περιπατητικῆς

Count: 1

NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπατητικῆς GEN.SG FEM περιπατητικός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Στωϊκόϲ NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 7
Στωϊκός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 5
Περιπατητικός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 3
Περιπατητικόϲ NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 3
περιπατητικός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 1