διαλεκτικόν

Count: 1

NOM.SG NEUT διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικόν NOM.SG NEUT διαλεκτικός ADJ 26
διαλεκτικόν ACC.SG MASC διαλεκτικός ADJ 22
διαλεκτικόν ACC.SG NEUT διαλεκτικός ADJ 6
διαλεκτικόν ACC.SG MASC διαλεκτικός NOUN 1