διάμετρος>

Count: 1

NOM.SG FEM διάμετρος NOUN diametrically opposed; diameter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διάμετρος NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 457
διάμετρός NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 5
διάμετροϲ NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 3
διάμετρα NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1
Διάμετρος NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1
διάμετρον NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1