διαέσεις

Count: 1

NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαιρέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 164
Διαιρέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 9
διαθέϲειϲ NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 5
διατάσιές NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 1