πραγμα|μείᾳ

Count: 1

DAT.SG FEM πραγματεία NOUN the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 504
πραγματεία DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 3
πραγματείαι DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 2
πραγματειώδει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
Πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμαθήσει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1