πικρότητα

Count: 1

ACC.PL NEUT πικρότης NOUN pungency, bitterness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πικρότητα ACC.SG FEM πικρότης NOUN 50
πικρότητα NOM.SG FEM πικρότης NOUN 3
πικρότητα ACC.SG MASC πικρότης NOUN 1