διάβολος<

Count: 1

NOM.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 447
διάβολός NOM.SG MASC διάβολος NOUN 17
Διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 5
διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 4
Διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 3
διαβόλου NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1