καλαμινθώδη

Count: 1

ACC.PL NEUT καλαμινθώδης NOUN full of mint

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καλαμινθώδη GEN.SG MASC καλαμινθώδης NOUN 1
καλαμινθώδη NOM.DU MASC καλαμινθώδης NOUN 1