πλεοναϲμόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 32
πλεοναϲμόϲ PRES ACT 2SG IND πλεονασμός VERB 1
πλεοναϲμόϲ AOR ACT NOM.SG MASC PTCP πλεονασμός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 45
πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 25
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
ἀναδιπλασιασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 8
Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1