ξύμμαχοι

Count: 1

DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN fighting along with, allied with, ally

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξύμμαχοι NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 169
ξύμμαχοι VOC.PL MASC σύμμαχος NOUN 9
ξύμμαχοι NOM.PL MASC σύμμαχος ADJ 3
ξύμμαχοι VOC.PL MASC σύμμαχος ADJ 2
ξύμμαχοι NOM.PL FEM σύμμαχος ADJ 2
ξύμμαχοι VOC.PL FEM σύμμαχος ADJ 1
ξύμμαχοι NOM.PL FEM σύμμαχος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

συμμάχοις DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 260
ξυμμάχοις DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 62
συμμάχοισι DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 3
ϲυμμάχοιϲ DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 3
συμμάχοες DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 1
συμμάχοισιν DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 1
ϲυμμάχοιϲι DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 1