γαργαλιϲμόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC γαργαλισμός NOUN tickling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γαργαλιϲμόϲ NOM.SG MASC γαργαλισμός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

γαργαλισμὸς NOM.SG MASC γαργαλισμός NOUN 6
Γαργαλιϲμόϲ NOM.SG MASC γαργαλισμός NOUN 1
γαργαλισμός NOM.SG MASC γαργαλισμός NOUN 1