περιττότητος

Count: 1

NOM.SG MASC περισσότης NOUN superfluity, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιττότητος GEN.SG FEM περισσότης NOUN 5

Other Forms With Same Analysis

περιττότης NOM.SG MASC περισσότης NOUN 2
περισσότης NOM.SG MASC περισσότης NOUN 1
Περιττότης NOM.SG MASC περισσότης NOUN 1