καστορίου

Count: 1

NOM.SG MASC καστόρειος NOUN of or belonging to Castor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καστορίου GEN.SG NEUT καστόρειος NOUN 108
καστορίου GEN.SG MASC καστόρειος NOUN 39
καστορίου GEN.SG MASC καστόρειος ADJ 10
καστορίου GEN.SG NEUT καστόρειος ADJ 8
καστορίου GEN.SG FEM καστόρειος ADJ 4
καστορίου GEN.SG NEUT καστορίοum NOUN 1