Γενεσιουργός

Count: 1

NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN concerned with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γενεσιουργὸς NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 3
Γενεσιουργὸς NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 2
γενεσιουργός NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1
γενεϲιουργὸϲ NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1