κατακρίτου

Count: 1

GEN.SG NEUT κατάκριτος NOUN condemned, sentenced

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατακρίτου GEN.SG MASC κατάκριτος ADJ 2
κατακρίτου PRES MID 2SG IMP κατάκριτος VERB 1
κατακρίτου GEN.SG MASC κατάκριτος NOUN 1
κατακρίτου GEN.SG FEM κατάκριτος ADJ 1