περιλελεῖφθαι

Count: 1

PRES MID INF περιλείπομαι VERB to be left remaining, remain over, survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιλελεῖφθαι PRF MID INF περιλείπομαι VERB 5

Other Forms With Same Analysis

περιλείπεσθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 9
περιλιμπάνεσθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 2
περιλείπεϲθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1
περιλείπεϲθαί PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1
περιλείπεσθαί PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1