στρατηγικὰ

Count: 1

NOM.PL NEUT στρατηγικός NOUN of or for a general; fit for command

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στρατηγικὰ ACC.PL NEUT στρατηγικός ADJ 3
στρατηγικὰ NOM.PL NEUT στρατηγικός ADJ 1
στρατηγικὰ ACC.PL NEUT στρατηγικός NOUN 1