φθοροποιὸν

Count: 1

ACC.SG MASC φθοροποιός NOUN causing destruction

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φθοροποιὸν ACC.SG FEM φθοροποιός ADJ 15
φθοροποιὸν NOM.SG NEUT φθοροποιός ADJ 9
φθοροποιὸν ACC.SG NEUT φθοροποιός ADJ 6
φθοροποιὸν ACC.SG MASC φθοροποιός ADJ 3