διαβόλου

Count: 1

NOM.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαβόλου GEN.SG MASC διάβολος NOUN 848
διαβόλου GEN.SG NEUT διάβολος NOUN 14
διαβόλου GEN.SG NEUT διάβολος ADJ 3
διαβόλου GEN.SG MASC διάβολος ADJ 2
διαβόλου GEN.SG FEM διάβολος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 447
διάβολός NOM.SG MASC διάβολος NOUN 17
Διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 5
διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 4
Διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 3
διάβολος< NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1