πολυχρήματος

Count: 1

NOM.SG MASC πολυχρήματος NOUN very wealthy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολυχρήματος NOM.SG MASC πολυχρήματος ADJ 5
πολυχρήματος GEN.SG NEUT πολυχρήματος ADJ 1
πολυχρήματος NOM.SG FEM πολυχρήματος ADJ 1
πολυχρήματος GEN.SG FEM πολυχρήματος ADJ 1