μἀπόστολοι

Count: 1

NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN a messenger, ambassador, envoy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 300
Ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 205
ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 4
᾿Απόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 2
Ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολοῖ NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀΠόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1