Θεσμοφόροιν

Count: 1

DAT.DU MASC θεσμοφόρος NOUN law-giving

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Θεσμοφόροιν GEN.DU FEM θεσμοφόρος ADJ 1
Θεσμοφόροιν GEN.DU MASC θεσμοφόρος NOUN 1
Θεσμοφόροιν DAT.DU FEM θεσμοφόρος ADJ 1