πραγματεί

Count: 1

GEN.SG FEM πραγματεία NOUN the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πραγματεί PRES ACT 2SG IND πραγματεία VERB 1

Other Forms With Same Analysis

πραγματείας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1,006
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 16
πραγματείαϲ GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 15
πραγμτείας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 2
πραγματείης GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματαίας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματίης GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμαείας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματείκς GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματειας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματίας GEN.SG FEM πραγματεία NOUN 1