καμπυλότης

Count: 1

GEN.SG FEM καμπυλότης NOUN crookedness, curvature

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καμπυλότης NOM.SG FEM καμπυλότης NOUN 18
καμπυλότης DAT.SG FEM καμπυλότης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

καμπυλότητος GEN.SG FEM καμπυλότης NOUN 5