δυνάμειν

Count: 1

DAT.SG FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνάμειν ACC.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμειν PRES ACT INF δύναμις VERB 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 8,809
δυνάμι DAT.SG FEM δύναμις NOUN 18
Δυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 16
δυ|νάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 3
>δυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 2
Βδυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 2
Γδυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 2
τῇδυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
<δυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεσι DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεϲι DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
υνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δύναμιΝ DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
<δυνάμει> DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμει< DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
Δδυνάμει DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δύναμι DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμει᾿ DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1