Διδάλης

Count: 1

NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 719
διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 29
διδάσκαλός NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 25
Διδάσκαλε NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαλς NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδασκάλων NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαΛος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάχαλός NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1