ἐθελοντής

Count: 1

NOM.SG FEM ἐθελοντής NOUN volunteer

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐθελοντής NOM.SG MASC ἐθελοντής NOUN 6
ἐθελοντής NOM.SG MASC ἐθελοντής ADJ 3
ἐθελοντής PRES MID NOM.SG MASC PTCP ἐθελοντής VERB 1
ἐθελοντής PRF ACT NOM.SG MASC PTCP ἐθελοντής VERB 1
ἐθελοντής NOM.SG FEM ἐθελοντής ADJ 1