δικαιο

Count: 1

DAT.SG FEM δίκαιος NOUN just, observant of custom, correct, balanced

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαιο ACC.SG FEM δίκαιος ADJ 5
δικαιο DAT.SG FEM δίκαιος ADJ 4
δικαιο NOM.SG FEM δίκαιος ADJ 4
δικαιο GEN.SG FEM δίκαιος ADJ 3
δικαιο GEN.SG MASC δίκαιος ADJ 2
δικαιο NOM.SG FEM δίκαιος NOUN 2
δικαιο ACC.SG NEUT δίκαιος ADJ 2
δικαιο IMPRF MID 2SG IND δίκαιος VERB 2
δικαιο DAT.SG NEUT δίκαιος ADJ 1
δικαιο GEN.SG NEUT δίκαιος ADJ 1
δικαιο PRES MID NOM.SG MASC PTCP δίκαιος VERB 1
δικαιο COMP ACC.SG NEUT δίκαιος ADJ 1
δικαιο NOM.SG NEUT δίκαιος ADJ 1
δικαιο PRES MID 2SG IMP δίκαιος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

δικαίᾳ DAT.SG FEM δίκαιος NOUN 6