διμοίρου

Count: 1

GEN.SG MASC δίμοιρος NOUN divided in two, double

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διμοίρου GEN.SG MASC δίμοιρος ADJ 7
διμοίρου GEN.SG FEM δίμοιρος ADJ 5
διμοίρου GEN.SG NEUT δίμοιρος ADJ 5
διμοίρου GEN.SG NEUT δίμοιρος NOUN 3
διμοίρου GEN.SG FEM δίμοιρος NOUN 1