διηγηματικὸν

Count: 1

ACC.SG NEUT διηγηματικός NOUN descriptive, narrative

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διηγηματικὸν ACC.SG NEUT διηγηματικός ADJ 3
διηγηματικὸν ACC.SG MASC διηγηματικός ADJ 1
διηγηματικὸν NOM.SG NEUT διηγηματικός ADJ 1