συναγωγὸν

Count: 1

ACC.SG MASC συναγωγός NOUN bringing together, uniting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συναγωγὸν ACC.SG FEM συναγωγός ADJ 12
συναγωγὸν NOM.SG NEUT συναγωγός ADJ 5
συναγωγὸν ACC.SG MASC συναγωγός ADJ 4
συναγωγὸν ACC.SG NEUT συναγωγός ADJ 3
συναγωγὸν ACC.SG FEM συναγωγός NOUN 2
συναγωγὸν ACC.SG NEUT συναγωγός NOUN 1
συναγωγὸν NOM.SG NEUT συναγωγός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Συναγωγὸν ACC.SG MASC συναγωγός NOUN 1