Κροκόδειλον

Count: 1

ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλον ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 19
κροκοδείλουσκατὰ ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1
κροκοδείλων ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1