κροκοδείλῳ

Count: 1

DAT.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλῳ DAT.SG MASC κροκόδειλος ADJ 6
κροκοδείλῳ DAT.SG NEUT κροκόδειλος ADJ 2
κροκοδείλῳ DAT.SG FEM κροκόδειλος ADJ 1