πρακτικὸν

Count: 1

ACC.SG MASC πρακτικός NOUN fit for action, fit for business, business-like, practical

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πρακτικὸν ACC.SG MASC πρακτικός ADJ 65
πρακτικὸν ACC.SG NEUT πρακτικός ADJ 59
πρακτικὸν NOM.SG NEUT πρακτικός ADJ 44
πρακτικὸν ACC.SG NEUT πρακτικός NOUN 5
πρακτικὸν NOM.SG NEUT πρακτικός NOUN 5
πρακτικὸν ACC.SG NEUT πρακτικὸs ADJ 1
πρακτικὸν ACC.SG MASC πρακτικὸs ADJ 1