ἐπιστητὰ

Count: 1

NOM.SG FEM ἐπιστητός ADJ that can be scientifically known, matter of science

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπιστητὰ NOM.PL NEUT ἐπιστητός ADJ 29
ἐπιστητὰ ACC.PL NEUT ἐπιστητός ADJ 19
ἐπιστητὰ ACC.SG MASC ἐπιστητός NOUN 6
ἐπιστητὰ ACC.PL NEUT ἐπιστητός NOUN 5
ἐπιστητὰ NOM.PL NEUT ἐπιστητός NOUN 4
ἐπιστητὰ NOM.SG FEM ἐπιστητός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἐπιστητή NOM.SG FEM ἐπιστητός ADJ 3
ἐπιστητὄν NOM.SG FEM ἐπιστητός ADJ 1
ἐπιστητός NOM.SG FEM ἐπιστητός ADJ 1