διαιρετοῦ

Count: 1

GEN.SG NEUT διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετοῦ GEN.SG NEUT διαιρετός ADJ 17
διαιρετοῦ GEN.SG MASC διαιρετός ADJ 11
διαιρετοῦ GEN.SG MASC διαιρετός NOUN 7
διαιρετοῦ PRES MID 2SG IMP διαιρετός VERB 1
διαιρετοῦ PRES MID GEN.SG NEUT PTCP διαιρετός VERB 1
διαιρετοῦ PRES MID GEN.SG MASC PTCP διαιρετός VERB 1