διαλεκτική
Count: 1
PRES ACT NOM.SG FEM PTCP | διαλεκτικός | VERB | skilled in logical argument |
Occurrences
Occurences coming soon.
Other Interpretations
διαλεκτική | NOM.SG FEM | διαλεκτικός | ADJ | 43 |
---|---|---|---|---|
διαλεκτική | NOM.SG FEM | διαλεκτικός | NOUN | 26 |
διαλεκτική | NOM.DU FEM | διαλεκτικός | NOUN | 1 |