κατηγορεῖαι

Count: 1

AOR ACT INF κατηγορέω VERB to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατηγορεῖαι NOM.PL FEM κατηγορέω NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κατηγορῆσαι AOR ACT INF κατηγορέω VERB 128
κατηγορῆσαί AOR ACT INF κατηγορέω VERB 9
κατηγορῆ AOR ACT INF κατηγορέω VERB 2
κατηγορὴσαι AOR ACT INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορῆσαι᾿ AOR ACT INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορήσαι AOR ACT INF κατηγορέω VERB 1
γορῆσαι AOR ACT INF κατηγορέω VERB 1