ὀρθοπεριπατητικόν

Count: 1

NOM.SG NEUT ὀρθοπεριπατητικός NOUN walking about erect

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὀρθοπεριπατητικόν NOM.SG NEUT ὀρθοπεριπατητικός ADJ 7
ὀρθοπεριπατητικόν ACC.SG NEUT ὀρθοπεριπατητικός ADJ 4