κατηγορούμενος᾿

Count: 1

PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κατηγορούμενος PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 215
κατηγορούμενοϲ PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 3
κατηγορύμενος PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 2
κατηγορούμενός PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 2
ὁκατηγορούμενος PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγορούμεν PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγορούμενμος PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγοροῦ PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγορούμενος> PRES MID NOM.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1