μικρότης

Count: 1

GEN.SG FEM μικρότης NOUN smallness: littleness, meanness, pettiness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μικρότης NOM.SG FEM μικρότης NOUN 30
μικρότης NOM.SG FEM μικρότης ADJ 5
μικρότης NOM.SG MASC μικρότης ADJ 3
μικρότης GEN.SG FEM μικρότης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

μικρότητος GEN.SG FEM μικρότης NOUN 40
ϲμικρότητι GEN.SG FEM μικρότης NOUN 2
μικρότητός GEN.SG FEM μικρότης NOUN 1