συστρατιῶται

Count: 1

PRES MID 3SG IND συστρατιώτης VERB a fellow-soldier

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συστρατιῶται VOC.PL MASC συστρατιώτης NOUN 41
συστρατιῶται NOM.PL MASC συστρατιώτης NOUN 13