Καταφρονηταὶ

Count: 1

NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN a despiser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καταφρονηταὶ NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN 18
καταφρονηταί NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN 6