ἀκειρεκόμης

Count: 1

GEN.SG FEM ἀκειρεκόμης NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀκειρεκόμης NOM.SG MASC ἀκειρεκόμης NOUN 2
ἀκειρεκόμης PRF ACT GEN.SG MASC PTCP ἀκειρεκόμης VERB 1