γαλακτοφάγους

Count: 1

GEN.SG NEUT γαλακτοφάγος NOUN milk-fed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γαλακτοφάγους ACC.PL MASC γαλακτοφάγος ADJ 7
γαλακτοφάγους ACC.PL MASC γαλακτοφάγος NOUN 3