κατάπλεως

Count: 1

GEN.SG NEUT κατάπλεως NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάπλεως NOM.SG MASC κατάπλεως ADJ 4
κατάπλεως NOM.SG MASC κατάπλεως NOUN 3
κατάπλεως NOM.SG FEM κατάπλεως ADJ 2
κατάπλεως GEN.SG FEM κατάπλεως NOUN 2