προαιρετὸν

Count: 1

NOM.SG NEUT προαιρετός NOUN deliberately chosen, purposed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προαιρετὸν NOM.SG NEUT προαιρετός ADJ 18
προαιρετὸν ACC.SG NEUT προαιρετός ADJ 5
προαιρετὸν AOR ACT NOM.SG NEUT PTCP προαιρετός VERB 2
προαιρετὸν PRES MID ACC.SG NEUT PTCP προαιρετός VERB 1
προαιρετὸν PRES ACT ACC.SG NEUT PTCP προαιρετός VERB 1
προαιρετὸν PRF MID NOM.SG NEUT PTCP προαιρετός VERB 1