γραμματικὸς

Count: 1

NOM.SG MASC γραμματικός NOUN knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γραμματικὸς NOM.SG MASC γραμματικός ADJ 221
γραμματικὸς NOM.SG FEM γραμματικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

γραμματικόϲ NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 6
Γραμματικός NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 4
γραμματικκὸς NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 1
Γραμματικὸς NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 1